Το Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Σπανίων Ενδοκρινολογικών Νοσημάτων – Διαταραχές Μεταβολισμού Ασβεστίου και Φωσφόρου λειτουργεί στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ενδοκρινολογικής Μονάδας της Α΄ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής, της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α) που εδράζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «ΛΑΙΚΟ».
Στο πλαίσιο παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών από πρωτοπόρους στο γνωστικό τους αντικείμενο συμμετέχουν ιατροί και βιολόγοι και από άλλα Νοσοκομεία Πανεπιστημιακά ή μη καθώς και Πανεπιστημιακά και Ερευνητικά Ιδρύματα δημιουργώντας μία πολυεπιστημονική ομάδα με ευρεία εκπροσώπηση όλων των εμπλεκόμενων ειδικοτήτων.
Στο δίκτυο υπηρεσιών του Κέντρου περιλαμβάνονται:
Έγκαιρη και ακριβής διάγνωση (συμπεριλαμβανομένων ειδικών γενετικών και μοριακών αναλύσεων)
Συμβουλευτική υπηρεσία των ασθενών
Επιλογή της κατάλληλης θεραπείας
Η παροχή εξειδικευμένης φροντίδας
Σε ασθενείς με ένα ευρύ φάσμα διαταραχών μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου όπως: πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός στα πλαίσια γενετικών συνδρόμων, υπερασβεστιαιμία μη εξαρτώμενη από τη λειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων, πολλαπλή ενδοκρινική νεοπλασία τύπου 1 (ΜΕΝ1) και τύπου 2 (ΜΕΝ2), νεοπλάσματα παραθυρεοειδών αδένων, οικογενής καλοήθης υπασβεστιουρική υπερασβεστιαιμία, υποπαραθυρεοειδισμός, σύνδρομα ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμού, κληρονομικές μορφές υποφωσφοραιμικής ραχίτιδας, επίκτητη ογκογενής υποφωσφοραιμία – σύνδρομα ογκογενούς οστεομαλακίας, υπερφωσφοραιμία και οικογενές σύνδρομο ογκογενούς ασβεστοποίησης (familial tumoral calcinosis syndrome).
Συνολικά παρακολουθούνται στο Κέντρο περισσότεροι από 200 ασθενείς με σπάνιες διαταραχές μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου καθώς και σπάνια οστικά μεταβολικά νοσήματα.
Υπεύθυνη του Kέντρου είναι η Ενδοκρινολόγος, Αν. Καθηγήτρια Βιοχημείας- Μοριακής Ενδοκρινολογίας Δρ. Έυα Κασσή η οποία είναι μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της Ενδοκρινολογίας της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας (ΕΕΕ) για τις Διαταραχές Μεταβολισμού του Ασβεστίου και του Οστικού Μεταβολισμού και συμμετέχει ενεργά στην εκπόνηση των εθνικών κατευθυντήριων οδηγιών διάγνωσης και αντιμετώπισης των ασθενών με Διαταραχές Μεταβολισμού Ασβεστίου και Φωσφόρου.
Αναπληρώτρια υπεύθυνη του Κέντρου και υπεύθυνη για την τήρηση των κατευθυντήριων οδηγιών είναι η Δρ. Μαρία Γιαβροπούλου, Ενδοκρινολόγος Διευθύντρια ΕΣΥ.
Το Κέντρο είναι οργανωμένο ώστε να περιλαμβάνει όλες τις εμπλεκόμενες ειδικότητες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του European Reference Network for Rare Endocrine Diseases of Calcium and Phosphate Metabolism (Ενδοκρινολογία, Παιδο-ενδοκρινολογία, Ορθοπαιδική, Ογκολογία, Χειρουργική, Πυρηνική Ιατρική, Ακτινοδιαγνωστική, Παθολογική Ανατομική Γενετική, και Νοσηλευτική). Επιπλέον, το Kέντρο περιλαμβάνει στην υποδομή του και δευτερογενείς ειδικότητες στις οποίες ανήκουν η Καρδιολογία, Καρδιοχειρουργική, η Ψυχιατρική και η Διαιτολογία. Όλα τα τμήματα που συμμετέχουν στο Κέντρο ακολουθούν τυποποιημένες διαδικασίες λειτουργίας (Standard Operating Procedures-SOPs) σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕuroCaNET.
Διενέργεια Διεπιστημονικών Ιατρικών Συμβουλίων
Διεπιστημονικό ιατρικό συμβούλιο (ΔΙΣ) στο οποίο συμμετέχουν όλες οι σχετιζόμενες ειδικότητες και συζητούνται όλα τα νέα περιστατικά καθώς και ασθενείς που ήδη παρακολουθούνται και είτε παρουσιάζουν πρόοδο νόσου (επιδείνωση) ή χρήζουν συζήτησης για άλλους λόγους (πχ. παρενέργειες της χορηγούμενης θεραπείας) διεξάγεται κάθε 15 μέρες.
Μετά από κάθε ΔΙΣ εκδίδεται πόρισμα για τους ασθενείς που συζητήθηκαν το οποίο περιλαμβάνει σύντομο ιστορικό του ασθενούς και την απόφαση του συμβουλίου.
Το Κέντρο συμμετέχει στη διεξαγωγή εθνικών μελετών σχετικών με σπάνια νοσήματα διαταραχών Ασβεστίου και Φωσφόρου.
Επιπλέον, έχει δημοσιεύσει πλήθος πρωτότυπων μελετών και ανασκοπήσεων σε διεθνή κι ελληνικά επιστημονικά περιοδικά.
ΥΠΟΔΟΜΕΣ
Η Α’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική είναι πανεπιστημιακή κλινική (Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΕΚΠΑ) και στεγάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «ΛΑΙΚΟ». Η κλινική λειτουργεί με 42 κλίνες (δίκλινα και τρίκλινα δωμάτια νοσηλείας) πλήρως ανακαινισμένες από το 2008.
Τα Εξωτερικά Ιατρεία του Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης, στεγάζονται σε έναν άρτια εξοπλισμένο, ενιαίο, και πρόσφατα ανακαινισμένο χώρο στο παράρτημα του Γ.Ν.Α «ΛΑΙΚΟ» στη Σεβαστουπόλεως 16 στον 5 όροφο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η άμεση συνεργασία διαφόρων ιατρικών ειδικοτήτων όταν χρειάζεται, χωρίς περιττές μετακινήσεις και άσκοπες καθυστερήσεις.
ΤαΕξωτερικά Ιατρείατου Κέντρου παρέχουν υπεύθυνη και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση/φροντίδα όλων των ασθενών με σπάνια νοσήματα διαταραχών Ασβεστίου και Φωσφόρου ενώ στελεχώνονται από εξειδικευμένους και έμπειρους Ιατρούς καθώς και υψηλής επιστημονικής κατάρτισης νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό. Λειτουργούν κατόπιν ραντεβού Δευτέρα και Τετάρτη, από 08.30 έως 14.00.
ΤαΕξωτερικά Ιατρείατου Κέντρου υποστηρίζονται από τα πλήρως εξοπλισμένα Εργαστήρια του Γ.Ν.Α «ΛΑΙΚΟ»: Κεντρικά Εργαστήρια, Παθολογοανατοµικό Εργαστήριο, Ακτινολογικό Εργαστήριο, Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής.
ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Πρώτη εκτίμηση ασθενών
Οι ασθενείς προγραμματίζουν ραντεβού στα εξωτερικά ιατρεία κατόπιν επικοινωνίας με τη γραμματεία του Κέντρου (2107462217), μέσω του τηλεφωνικού αριθμού προγραμματισμού των νοσοκομειακών ραντεβού (1535) ή μέσω e-mail (CeredLaiko@gmail.com).
Διαγνωστικός έλεγχος ασθενών
Οι διαγνωστικές εξετάσεις των ασθενών περιλαμβάνουν κατά βάση αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο αίματος και ούρων, απεικονιστικές εξετάσεις (απλές ακτινογραφίες, αξονική-μαγνητική τομογραφία, σπινθηρογράφημα οστών ή σπινθηροφράφημα παραθυρεοειδών αδένων με sestamibi) και πιθανόν επεμβατικές εξετάσεις (βιοψία οστού).
Περαιτέρω εξετάσεις που μπορεί να ζητηθούν αποτελούν επανεξέταση ιστοπαθολογικών δειγμάτων, διενέργεια ειδικών σπινθηρογραφημάτων όπως 68Ga-PET/CT και όταν απαιτείται και 18FDG-PET/CT και μοριακός (γενετικός) έλεγχος.
H εκτίμηση των ιστοπαθολογικών δειγμάτων, πραγματοποιείται στο Παθολογοανατομικό Εργαστήριο του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΛΑΙΚΟ», κατόπιν απευθείας συνεννόησης με τους ιατρούς του Κέντρου.
Ο λειτουργικός έλεγχος με σπινθηρογράφημα υποδοχέων σωματοστατίνης (Octreoscan) πραγματοποιείται στο τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής του Γενικού Νοσοκομείου «ΛΑΙΚΟ» και του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟ» καθώς και σε επιλεγμένες περιπτώσεις στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑ) για το 68Ga-PET/CT ή 18FDG-PET.
Θεραπεία και παρακολούθηση των ασθενών του Κέντρου
Η θεραπεία των ασθενών του Κέντρου περιλαμβάνει χειρουργική παρέμβαση, φαρμακευτικές θεραπείες, μοριακά στοχευμένες θεραπείες ή/και χορήγηση συμπληρωμάτων ασβεστίου, φωσφόρου και βιταμίνης D. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να προταθεί και συνδυασμός θεραπειών (όπως χειρουργική και χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής).
Οι χειρουργικές επεμβάσεις των ασθενών του Κέντρου πραγματοποιούνται στις δύο χειρουργικές κλινικές (Α΄Χειρυργική και Β΄Χειρουργική) του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «ΛΑΙΚΟ».
Συγκεκριμένα οι ημέρες, ώρες και ο χώρος διεξαγωγής των εξωτερικών ιατρείων περιγράφεται στον κάτωθι πίνακα:
Ειδικά Ιατρεία
Ημέρα
Ώρα
Τόπος Διεξαγωγής
Υπεύθυνος Ιατρός
Εξωτερικό Ιατρείο Οστικών Μεταβολικών Νοσημάτων και Διαταραχών Ασβεστίου & Φωσφόρου
ΔΕΥΤΕΡΑ
09.00-1400
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΑΙΚΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥΠΟΛΕΩΣ 16
5ος όροφος, Γραφείο Νο. 5
Δρ. Εύα Κασσή
Εξωτερικό Ιατρείο Οστικών Μεταβολικών Νοσημάτων και Διαταραχών Ασβεστίου & Φωσφόρου
ΤΕΤΑΡΤΗ
09.00-1400
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΑΙΚΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥΠΟΛΕΩΣ 16
5ος όροφος, Γραφείο Νο. 5
Δρ. Μαρία Γιαβροπούλου
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ ΔΟΜΕΣ & ΤΜΗΜΑΤΑ
Στο πλαίσιο λειτουργίας του Κέντρου λειτουργούν συνεργασίες και με άλλα τμήματα και Κλινικές του ΛΑΙΚΟΥ Γ.Ν.Α καθώς και άλλων Νοσοκομείων/Διαγνωστικών Κέντρων στο ευρύτερο λεκανοπέδιο της Αττικής.
Συγκεκριμένα έχουν αναπτυχθεί συνεργασίες με τα κάτωθι τμήματα (Πίνακας 1):
Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑ)
Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής
Δρ. ΣΟΦΙΑ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Καθηγήτρια Πυρηνικής Ιατρικής
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΚΑΙ ΦΩΣΦΟΡΟΥ
Πληροφορίες για Ασθενείς
Η ομοιοστασία ασβεστίου και φωσφορικών αλάτων είναι μείζονος σημασίας για ένα μεγάλο αριθμό φυσιολογικών διεργασιών, επηρεάζοντας έτσι αρκετά συστήματα και όργανα, συνήθως οστά, μύες, νεφρούς και εγκέφαλο με συνέπειες στην ποιότητα ζωής και στον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιας αναπηρίας. Αυτές οι ασθένειες συχνά εκδηλώνονται με μη ειδικά συμπτώματα (όπως επιληπτική κρίση, αδυναμία ανάπτυξης) οδηγώντας σε σοβαρή καθυστέρηση στη διάγνωση. Για αρκετές από αυτές τις ασθένειες, οι επιλογές θεραπείας είναι διαθέσιμες (ή υπό ανάπτυξη) εφόσον διαγνωστούν έγκαιρα οι ασθενείς. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα χαρακτηρίστηκαν οι μακροπρόθεσμες συνέπειές τους.
Η παραθορμόνη (PTH) που εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και η βιταμίνη D που παράγεται κυρίως στο δέρμα από την έκθεση στον ήλιο και ενεργοποιείται στους νεφρούς, είναι οι κύριες ορμόνες που ρυθμίζουν την ομοιόσταση του ασβεστίου, ενώ αυτές οι δύο ορμόνες μαζί με τον ινοβλαστικό αυξητικό παράγοντα FGF-23 (που παράγεται στα οστικά κύτταρα) είναι υπεύθυνες για την ομοιόσταση του φωσφόρου. Η διαταραχή της έκκρισης αυτών των ορμονών οδηγεί σε υπασβεστιαιμία, υπερασβεστιαιμία και διαταραχές του ισοζυγίου του φωσφόρου.
Ο PTH εξαρτώμενος πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός καλύπτει μια πλειάδα περιπτώσεων σποραδικών αδενωμάτων των παραθυρεοειδών αδένων ή υπερπλασίας των παραθυρεοειδών αδένων στα πλαίσια γενετικών συνδρόμων που προδιαθέτουν σε υπερπαραθυρεοειδισμό. Σε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις, η συμβατική παραθυρεοειδεκτομή δεν επιφέρει την πλήρη ίαση του ασθενούς και απαιτείται παρακαλούθηση από εξειδικευμένα κέντρα.
Η υπασβεστιαιμία, από την άλλη μεριά εμφανίζεται σε διάφορες παθήσεις όπως ο υποπαραθυρεοειδισμός, η αυτοσωματική κυρίαρχη υπασβεστιαιμία, καθώς και η ραχίτιδα η εξαρτώμενη από τη βιταμίνη D (VDDR). Οι διαταραχές του ισοζυγίου του φωσφόρου εκδηλώνονται με ανώμαλη δομή των οστών και των δοντιών, καθώς και διαταραχές της ρύθμισης του παράγοντα FGF23.
Νοσήματα που αφορούν το Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Σπανίων Ενδοκρινολογικών Νοσημάτων:
Πρωτοπαθής Υπερπαραθυρεοειδισμός στα πλαίσια γενετικών συνδρόμων
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός οφείλεται στην υπερβολική έκκριση παραθορμόνης (PTH) από τους παραθυρεοειδείς αδένες. Οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα ασβεστίου αίματος (υπερασβεστιαιμία) και αυξημένη αποβολή ασβεστίου από τα ούρα (υπερασβεστιουρία). Σπάνιες μορφές πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού είναι αυτές που συναντάμε σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες και οφείλονται σε κληρονομούμενες μεταλλάξεις γονιδίων. Τα συμπτώματα εξαρτώνται από τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα και τις επιπλοκές που σχετίζονται με το ουροποιητικό σύστημα (νεφροί, ουρητήρες) λόγω της ασβεστιουρίας καθώς και με συγκεκριμένα κλινικά χαρακτηριστικά ανάλογα με την μετάλλαξη (φαινότυπος γενετικού συνδρόμου).
Υπερασβεστιαιμία μη εξαρτώμενη από τη λειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων
Διαταραχές των επιπέδων και του μεταβολισμού της βιταμίνης D αλλά και του φωσφόρου μπορούν να οδηγήσουν σε υπερασβεστιαιμία η οποία δεν εξαρτάται από την λειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων (υπερασβεστιαιμία με χαμηλή τιμή PTH). Τα συμπτώματα σχετίζονται με τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα και τις επιπλοκές που σχετίζονται με το ουροποιητικό σύστημα (νεφροί, ουρητήρες) λόγω της ασβεστιουρίας. Υπερασβεστιαιμία λόγω ανωμαλίας του μεταβολισμού της βιταμίνης D διαγιγνώσκεται κυρίως στα νεογνά και στα μικρά παιδιά με βαριά υπερασβεστιαιμία και νεφρασβέστωση.
Πολλαπλή ενδοκρινική νεοπλασία τύπου 1
Το σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 1 (ΜΕΝ1) χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη νευροενδοκρινών όγκων των παραθυρεοειδών αδένων, του παγκρέατος, και του προσθίου λοβού της υπόφυσης και λιγότερο συχνά του φλοιού των επινεφρίδιων και άλλων μη ενδοκρινικών όγκων.
Σε ασθενείς με σύνδρομο ΜΕΝ1 οι όγκοι μπορούν να αναπτυχθούν σε οποιαδήποτε ηλικία και συνήθως το 95% των ασθενών εμφανίζουν κάποιον όγκο μέχρι την 5η δεκαετία ζωής. Οι όγκοι των παραθυρεοειδών αδένων είναι συνήθεις και συχνά αποτελούν την πρώτη εκδήλωση του συνδρόμου.
Πολλαπλή ενδοκρινική νεοπλασία τύπου 2
Το σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 2 (Multiple Endocrine Neoplasia type 2, ΜΕΝ2) χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μυελοειδούς καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα, φαιοχρωμοκυττώματος πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού (υπότυπος MEN2A). Τα κλινικά χαρακτηριστικά του ΜΕΝ 2 σχετίζονται με τον υπότυπο και εξαρτώνται από την μετάλλαξη στο γονίδιο RET.
Νεοπλάσματα Παραθυρεοειδών Αδένων
Ο καρκίνος των παραθυρεοειδών αδένων, συνήθως εμφανίζεται με σοβαρή υπερασβεστιαιμία, ανορεξία, πολυουρία, κόπωση, αφυδάτωση, οστικά άλγη υποπεριοστική οστική απορρόφηση, παθολογικά κατάγματα και επιπλοκές στο ουροποιητικό σύστημα λόγω της υπερασβεστιουρίας.
Η οικογενής καλοήθης υπασβεστιουρική υπερασβεστιαιμία είναι μια ασυμπτωματική γενετική διαταραχή του μεταβολισμού του ασβεστίου και χαρακτηρίζεται από μια ηπία υπερασβεστιαιμία με φυσιολογική ή μειωμένη νεφρική απέκκριση του ασβεστίου και ήπια αυξημένη ή φυσιολογική τιμή της παραθορμόνης. Οι ασθενείς είναι συνήθως συμπτωματικοί ενώ σπάνια μπορούν να εμφανισθούν συμπτώματα κόπωσης, αδυναμίας, υπερβολικής δίψας και απώλειας συγκέντρωσης. Η αντιμετώπιση της πάθησης αυτής συνίσταται σε μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών ενώ δεν χρήζει χειρουργικής επέμβασης.
Υποπαραθυρεοειδισμός
Ο υποπαραθυρεοειδισμος οφείλεται στην μειωμένη παραγωγή/ ή έκκριση της παραθορμόνης. Χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα ασβεστίου, υψηλή τιμή φωσφόρου και πολύ χαμηλή τιμή παραθορμονης. Τα συμπτώματα οφείλονται κυρίως στα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και μπορεί να περιλαμβάνουν παραισθησίες, μουδιάσματα, επιληπτικές κρίσεις και κλινικά σημεία τετανίας (μυϊκά τινάγματα και σπασμοί κάτω και άνω άκρων). Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν καρδιακές επιπλοκές. Οι μακροχρόνιες επιπλοκές της νόσου είναι αρκετά συχνές και περιλαμβάνουν έκτοπη επασβέστωση των ιστών, νεφρασβέστωση, γνωσιακές και νευροψυχιατρικές διαταραχές. Στα παιδιά ο υποπαραθυρεοειδισμός οφείλεται κυρίως σε ανωμαλίες στη διάπλαση των παραθυρεοειδών αδένων ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες μπορεί να οφείλεται σε αυτοάνοση καταστροφή των παραθυρεοειδών αδένων, παρενέργεια φαρμακευτικής αγωγής ή χειρουργείου στην περιοχή του τραχήλου.
Σύνδρομα Ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμού
Ορισμός
Ο όρος ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός (Pseudohypoparathyroidism, PHP) περιγράφει μια ομάδα νοσημάτων (PHP1A, PHP1B, PHP1C) με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον υποπαραθυρεοειδισμό (εκδηλώνεται με υπασβεστιαιμία και υπερφωσφοραιμία) ο οποίος οφείλεται σε αντίσταση των ιστών – στόχων στην δράση της παραθορμόνης.
Οι ασθενείς με ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμό τύπου 1Α και 1C (PHP1A, PHP1C) χαρακτηρίζονται επιπλέον και από διάφορα άλλα κλινικά χαρακτηριστικά όπως κοντό ανάστημα, στρογγυλό προσωπείο, βράχυς λαιμό, βραχυδακτυλία, έκτοπη επασβέστωση των ιστών που συνολικά περικλείονται στον όρο κληρονομική οστεοδυστροφία Albright (Albright hereditary osteodystrophy, AHO).
Επιδημιολογία
Η ακριβής επίπτωση του ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμού είναι άγνωστη. Μελέτες που δημοσιευτήκαν το 2000 και το 2016 εκτιμούν ότι η επίπτωση του PHP είναι 0.34 περιπτώσεις /100.000 στην Ιαπωνία και 1.1 περιπτώσεις/ 100.000 στη Δανία.
Ο υποκείμενος παθοφυσιολογικός μηχανισμός της νόσου σχετίζεται με γενετικές ή επιγενετικές αλλαγές στα γονίδια που εμπλέκονται στο σηματοδοτικό μονοπάτι της PTH/PTHrP. Ο τρόπος μετάδοσης της μετάλλαξης στους συγκεκριμένους ιστούς στόχους πραγματοποιείται μέσω της γονεϊκής αποτύπωσης του υπεύθυνου γονίδιου για αυτό και υπάρχουν διαφορές στον κλινικό φαινότυπο μεταξύ των δύο φύλων.
Διαγνωστικές μέθοδοι
Η διάγνωση βασίζεται στην παρουσία των κλινικών και των εργαστηριακών ευρημάτων που είναι χαρακτηριστικά για την νόσο. Όταν η κλινική εικόνα (φαινότυπος) υποδηλώνει κάποια συγκεκριμένη γονιδιακή μετάλλαξη τότε συστήνεται στοχευμένος μοριακός έλεγχος. Όταν η κλινική εικόνα δεν υποδεικνύει κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο τότε στον γενετικό έλεγχο που διενεργείται ελέγχουμε ένα πάνελ γονίδιων τα οποία κωδικοποιούν πρωτεΐνες που εμπλέκονται στο σηματοδοτικό μονοπάτι της παραθορμόνης και της σχετιζόμενης με την παραθορμόνη πρωτεΐνης (PTH/PTHrP). Η γονεϊκή προέλευση της μετάλλαξης έχει σοβαρές κλινικές επιπτώσεις; για τον λόγο αυτό συνίσταται να ελέγχονται και οι γονείς όταν ανευρίσκεται κάποια γενετική μετάλλαξη. Σε περιπτώσεις με μεμονωμένη ανεπάρκεια ορμόνης και/ή ήπιο οστικό φαινότυπο ενδείκνυται ανάλυση μεθυλίωσης του GNAS γονίδιου με εξειδικευμένη μέθοδο (methylation-specific multiplex ligation-dependent probe amplification MS-MLPA).
Προγεννητική διάγνωση
Πολύ λίγες περιπτώσεις με PHP και PPHP διαγιγνώσκονται κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης καθώς τα κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου δεν είναι εμφανή σε τόσο πρώϊμο στάδιο.
Γενετική συμβουλευτική
Ο ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός μπορεί να είναι σποραδικός ή να κληρονομείται με τον αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα με γονεϊκή αποτύπωση. Στις κληρονομικές περιπτώσεις συνιστάται γενετική συμβουλευτική.
Αντιμετώπιση
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των ασθενών με κάποιο σύνδρομο ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμού απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση με ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων καθώς και συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Η αντιμετώπιση συνίσταται σε γενικά μέτρα (συμβουλές για διατροφή και δίαιτα προς αποφυγή της παχυσαρκίας, και φυσιοθεραπεία) και ειδικά μέτρα που στοχεύουν στην διόρθωση της υπασβεστιαιμίας, και των άλλων ενδοκρινολογικών διαταραχών καθώς και σε εστιασμένες θεραπείες όπως ορθοπεδική αποκατάσταση της σπονδυλικής στήλης και οδοντιατρική φροντίδα.
Πρόγνωση
Η πρόγνωση διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με την ηλικία εμφάνισης και την σοβαρότητα των συμπτωμάτων της νόσου.
Η ανεπάρκεια φωσφόρου οδηγεί σε υποφωσφοραιμία και ως εκ τούτου σε οστεομαλακία, ραχίτιδα, διαταραχές επιμετάλλωσης των οστών, οστικές δυσμορφίες, οστικά άλγη, καθυστερημένη σκελετική ανάπτυξη, ανωμαλίες οδοντών και μυών.
Επιπλέον χαρακτηριστικά που μπορούν να εμφανιστούν είναι η νεφρασβέστωση, η κρανιοσυνοστέωση, η απώλεια ακοής, οι ενθεσοπάθειες και ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός.
Υποφωσφοραιμία η οποία οφείλεται σε νεφρική απώλεια του φωσφόρου είναι αποτέλεσμα γενετικών διαταραχών που οδηγούν σε αυξημένη παραγωγή ή δράση του ινοβλαστικού αυξητικού παράγοντα FGF23. Σε σπάνιες περιπτώσεις η διαταραχή των επίπεδων του φωσφόρου οφείλεται σε ανωμαλίες κατά την νεφρική διαχείρισή του (γενετικές ή επίκτητες).
Eπίκτητη ογκογενής υποφωσφοραιμία
Η ογκογενής υποφωσφοραιμία ή ογκογενής οστεομαλακία (ΤΙΟ) οδηγεί σε σοβαρή υποφωσφοραιμία και νεφρική απώλεια φωσφόρου εξαιτίας υπερέκκρισης του φωσφατουρικού ινοβλαστικού αυξητικού παράγοντα FGF23 από μεσεγχυματικής προέλευσης όγκους. Τα επίπεδα ασβεστίου είναι συνήθως χαμηλά. Οι ασθενείς (συνήθως ενήλικες) παρουσιάζονται με σοβαρά μυϊκά προβλήματα, κατάγματα ευθραυστότητας, ψευτοκάταγματα, οστικό και μυϊκό πόνο. Για την σωστή αντιμετώπιση της νόσου είναι κριτικής σημασίας η εντόπιση του όγκου που υπερεκκρίνει FGF23 με την χρήση των καλυτέρων διαθέσιμων απεικονιστικών τεχνικών.
Υπερφωσφοραιμία και Οικογενές Σύνδρομο Ογκογενούς Ασβεστοποίησης
Υπερφωσφοραιμία μπορεί να οφείλεται σε διαταραχές της νεφρικής απέκκρισης φωσφόρου. Οι περισσότερες περιπτώσεις έχουν γενετικό υπόβαθρο και χαρακτηρίζονται από έλλειψη του FGF23. Οι ασθενείς μπορούν να παρουσιάσουν πόνο στα οστά και τις αρθρώσεις, διαφυσίτιδα, και συχνά σοβαρές έκτοπες επασβεστώσεις ιστών και μαλακών μορίων.
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΟΣΤΙΚΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ
Ινώδης δυσπλασία και Σύνδρομο MacCune Albright
Επιδημιολογία
Ο ακριβής επιπολασμός της ινώδους δυσπλασίας των οστών είναι άγνωστος, αλλά είναι μικρότερος από 1:2000 άτομα. Το σύνδρομο MacCune Albright είναι μια σπάνια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σκελετικές αλλοιώσεις, μελάγχρωση/υπερχρωματισμό του δέρματος (café au lait κηλίδες) και υπερ-λειτουργικές ενδοκρινοπάθειες.
Αιτιολογία
Προκύπτει από μετα-ζυγωτικές ενεργοποιητικές μεταλλάξεις στο γονίδιο GNAS, το οποίο κωδικοποιεί την α-υπομονάδα της πρωτεΐνης σηματοδότησης Gs. Αυτές οι μεταλλάξεις διαταράσσουν την ενδογενή δραστικότητα GTPase της Gsa, οδηγώντας σε συνεχή διέγερση της αδενυλικής-κυκλάσης και μη ρυθμιζόμενη παραγωγή του κυκλικού AMP (cAMP) και ανεξέλεγκτης ενεργοποίησης της περαιτέρω ενδοκυττάριας σηματοδοσίας. Αυτό οδηγεί στη συγκεκριμένη νόσο που αποτελεί ένα μωσαϊκό κλινικών εκδηλώσεων με ευρύ φάσμα, που κυμαίνεται από ένα τυχαίο ακτινολογικό εύρημα έως σοβαρή νόσο που προκαλεί αναπηρία.
Διαγνωστικές μέθοδοι
Η διάγνωση των διαφορετικών μορφών της ινώδους δυσπλασίας/σ. MacCune Albright μπορεί να γίνει μόνο μετά από ενδελεχή κλινική αξιολόγηση για
α) την έκταση της σκελετικής νόσου: μονοοστική / πολυοστική και β) την παρουσία εξωσκελετικών εκδηλώσεων. Η μονοοστική ινώδης δυσπλασία ορίζεται ως η παρουσία ινώδους δυσπλασίας μόνο σε ένα σημείο στο σκελετό. Ως πολυοστική ινώδης δυσπλασία ορίζεται η παρουσία ινώδους δυσπλασίας σε περισσότερες από μία σκελετικές θέσεις χωρίς εξωσκελετικές εκδηλώσεις. Το σύνδρομο McCune-Albright ορίζεται ως ο συνδυασμός της ινώδους δυσπλασίας και μίας ή περισσότερων εξωσκελετικών εκδηλώσεων ή η παρουσία δύο ή περισσότερων εξωσκελετικών ευρημάτων. Το να μην απαιτείται η ινώδης δυσπλασία των οστών για τη διάγνωση του συνδρόμου McCune-Albright αντικατοπτρίζει την καλύτερη κατανόηση της μοριακής παθογένεσης της διαταραχής.
Το σύνδρομο Mazabraud είναι ο συνδυασμός ινώδους δυσπλασίας των οστών με μυξώματα μαλακών μορίων. Το μυξώμα ορίζεται ως έξω-σκελετική εκδήλωση της ινώδους δυσπλασίας και μπορεί να συμβεί σε συνδυασμό με οποιονδήποτε τύπο της νόσου (μονοοστικό, πολυοστικό ή σύνδρομο MacCune Albright). Άλλα εξωσκελετικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν:
α) τις δερματικές κηλίδες café-au-lait με χαρακτηριστική μορφολογία ακανόνιστων ορίων (Coast of Maine) με κατανομή που περιορίζεται στη μία πλευρά του σώματος
β) διαταραχές πολλών ενδοκρινών αδένων. Η ανεξάρτητη από τις γοναδοτροπίνες αυξημένη παραγωγή των ορμονών του φύλου οδηγεί σε πρώιμη εφηβεία, υποτροπιάζουσες κύστεις των ωοθηκών σε κορίτσια και γυναίκες ή αυτόνομη παραγωγή τεστοστερόνης στα αγόρια και στους άντρες. Παρατηρούνται επίσης βλάβες των όρχεων, υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, υπερέκκριση αυξητικής ορμόνης και υπερκορτιζολαιμία- σύνδρομο Cushing.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υποφωσφοραιμία που σχετίζεται με τον παράγοντα FGF-23 δεν θεωρείται χαρακτηριστικό του συνδρόμου McCune-Albright αλλά αποτελεί μάλλον δείκτη της σοβαρότητας της σκελετικής νόσου (ινώδης δυσπλασία).
Προγεννητική διάγνωση
Δεν εφαρμόζεται.
Γενετική συμβουλευτική
Ενώ πρόκειται για μια γενετική νόσο, η μετάλλαξη εμφανίζεται μετά τη γονιμοποίηση και έτσι δεν κληρονομείται.
Αντιμετώπιση νόσου και θεραπεία
Η θεραπεία περιλαμβάνει γενικά μέτρα (παροχή πληροφοριών σχετικά με την ασθένεια, συμβουλές για τον τρόπο ζωής, άσκηση και φυσιοθεραπεία σε περίπτωση καταγμάτων) και συγκεκριμένα μέτρα, όπως η αντιμετώπιση της επαγόμενης από τον FGF-23 νεφρικής απώλειας φωσφόρου, της σκολίωσης, του οστικού πόνου, του συνδρόμου Mazabraud, των συνοδών ενδοκρινοπαθειών, των αιματολογικών εκδηλώσεων, των γαστρεντερικών εκδηλώσεων και του αυξημένου κινδύνου κακοήθειας. Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει ορθοπεδική, νευροχειρουργική, κρανιοπροσωπική, γναθοχειρουργική και οδοντιατρική παρέμβαση.
Πρόγνωση
Πολύ μεταβλητή ανάλογα με τη σοβαρότητα και την ανταπόκριση στη φαρμακευτική και τη χειρουργική θεραπεία.
Ατελής Οστεογένεση
Ορισμός
Η ατελής οστεογένεση (osteogenesis imperfecta, ΟΙ) περιλαμβάνει μια ετερογενή ομάδα γενετικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από αυξημένη ευθραυστότητα των οστών, χαμηλή οστική μάζα και αυξημένο κίνδυνο οστικών καταγμάτων χαμηλής βίας.
Επιδημιολογία
Ο επιπολασμός της νόσου εκτιμάται μεταξύ 1 / 10.000 και 1 / 20.000.
Κλινική περιγραφή
Η ηλικία κατά τη διάγνωση εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου. Πέντε κλινικά διακριτές μορφές της νόσου έχουν αναγνωριστεί. Η πιο κοινή και χαρακτηριστική κλινική εκδήλωση όλων των μορφών ΟΙ είναι η ευθραυστότητα των οστών, η οποία εκδηλώνεται ως πολλαπλά αυτόματα κατάγματα.
Η ατελής οστεογένεση τύπου II είναι θανατηφόρος, ο τύπος III της νόσου είναι σοβαρός, οι τύποι IV και V είναι μέτριας βαρύτητας και ο τύπος Ι είναι ήπιος. Ο τύπος Ι είναι μη παραμορφωτικός με φυσιολογικό ύψος ή ήπια κοντό ανάστημα, με το χαρακτηριστικό μπλε σκληρό χιτώνα των οφθαλμών και ατελή οδοντογένεση. Οι ασθενείς με τύπο II παρουσιάζουν πολλαπλά κατάγματα πλευρών και μακρών οστών κατά τη γέννηση, σημαντικές οστικές παραμορφώσεις, χαμηλή οστική πυκνότητα στις ακτινογραφίες του κρανίου και σκούρο χρώμα του σκληρού χιτώνα των οφθαλμών. Τα κύρια κλινικά σημεία του τύπου III της νόσου περιλαμβάνουν πολύ χαμηλό ανάστημα, τριγωνικό πρόσωπο, σοβαρή σκολίωση, γκρι-μπλε απόχρωση του σκληρού χιτώνα των οφθαλμών και ατελή οδοντογένεση. Ασθενείς με τύπο IV της νόσου έχουν μετρίως κοντό ανάστημα, ήπια έως μέτρια σκολίωση, γκριζωπή ή λευκή γκρι απόχρωση του σκληρού χιτώνα των οφθαλμών και ατελή οδοντογένεση. Ο τύπος V χαρακτηρίζεται από ηπίως έως μετρίως κοντό ανάστημα, εξάρθρωση της κεφαλής της κερκίδας, επιμεταλλωμένες ενδοοστικές μεμβράνες, υπερπλαστικό πώρο, λευκό σκληρό χιτώνα οφθαλμών και δεν παρουσιάζουν ατελή οδοντογένεση. Έχουν περιγραφεί και άλλοι γενετικά διαφορετικοί τύποι (τύποι VI έως IX) αλλά δεν διαφέρουν κλινικά από τους τύπους II-IV.
Αιτιολογία
Στο 95% των περιπτώσεων, η ατελής οστεογένεση προκαλείται από μεταλλάξεις στα γονίδια COL1A1 και COL1A2 (17q21.33 και 7q21.3) που κωδικοποιούν τις αλυσίδες alpha1 και alpha2 του κολλαγόνου τύπου 1.
Οι μεταλλάξεις αυτές προκαλούν και τους πέντε κλινικούς τύπους ΟΙ. Η νόσος κληρονομείται με τον αυτοσωματικό κυρίαρχο χαρακτήρα. Παρατηρούνται επίσης και αυτοσωματικές υπολειπόμενες μορφές της νόσου οι οποίες οφείλονται σε μεταλλάξεις στα γονίδια LEPRE1, CRTAP και PPIB (1p34.1, 3p22 και15q21-q22). Οι αυτοσωματικές υπολειπόμενες μορφές είναι πάντα πιο σοβαρές.
Διαγνωστικές μέθοδοι
Η διάγνωση βασίζεται στα ειδικά σκελετικά και εξωσκελετικά κλινικά ευρήματα.
Διαφορική διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την ενδομήτρια διάγνωση της χονδροδυσπλασίας, την ιδιοπαθή νεανική οστεοπόρωση, το σύνδρομο οστεοπόρωσης – ψευδογλοιώματος, τα σύνδρομα Cole-Carpenter και Bruck, υπερ- ή υποφωσφατασία, την πολυοστική μορφή της ινώδους δυσπλασίας των οστών, πολλαπλά κατάγματα χωρίς να έχει προηγηθεί τραυματισμός (χαμηλής βίας, χωρίς οστεοπόρωση) και την οστεοπόρωση λόγω φαρμακευτικής αγωγής, διατροφικής ανεπάρκειας, μεταβολικής νόσου ή λευχαιμίας.
Προγεννητική διάγνωση
Η υποψία της νόσου μπορεί να τεθεί προγεννητικά από το υπερηχογράφημα και / ή να επιβεβαιωθεί μέσω της μοριακής ανάλυσης σε αμνιοκύτταρα ή κύτταρα χοριακών λαχνών εάν έχει εντοπιστεί η υπεύθυνη μετάλλαξη στην οικογένεια.
Αντιμετώπιση νόσου και θεραπεία
Η αντιμετώπιση πρέπει να είναι διεπιστημονική με τη συμμετοχή έμπειρων ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων (ενδοκρινολόγων, ορθοπεδικών, φυσιάτρων, φυσικοθεραπευτών και φυσιάτρων ειδικών αποκατάστασης). Τα διφωσφονικά, λόγω της ισχυρής αντι-οστεοκλαστικής τους ιδιότητας, είναι η αγωγή πρώτης επιλογής αλλά δεν συνιστούν ειδική θεραπεία. Η πρόληψη της ανεπάρκειας βιταμίνης D και ασβεστίου είναι απαραίτητη καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής. Η χειρουργική παρέμβαση είναι απαραίτητη για τη διόρθωση των παραμορφώσεων των οστών και της σπονδυλικής στήλης και την πρόληψη των καταγμάτων των μακρών οστών (κεντρο-μυελική οστεοσύνθεση). Η έγκαιρη έναρξη φυσικοθεραπείας βελτιώνει την αυτονομία των ασθενών βοηθώντας στην αξιολόγηση τυχόν κινητικών ελλειμμάτων, μειώνοντας τον κίνδυνο πτώσεων και ενθαρρύνοντας τους ασθενείς για αθλητική δραστηριότητα.
Πρόγνωση
Η πρόγνωση της λειτουργικότητας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου και από την ποιότητα της αντιμετώπισης. Το προσδόκιμο επιβίωσης εξαρτάται από τη σοβαρότητα των παραμορφώσεων της σπονδυλικής στήλης λόγω των αναπνευστικών επιπλοκών που προκύπτουν από αυτές.
Υποφωσφατασία
Η υποφωσφατασία (HPP) είναι μια σπάνια κληρονομική μεταβολική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ελαττωματική επιμετάλλωση οστών και / ή δοντιών παρουσία μειωμένης δραστηριότητας της μη κλασματοποιημένης αλκαλικής φωσφατάσης ορού (ALP). Το κλινικό φάσμα είναι εξαιρετικά ευρύ, από ενδομήτριο θάνατο έως κατάγματα των κάτω άκρων στην ενήλικο ζωή, ή ακόμη και απουσία οστικής εκδήλωσης (οδοντοϋποφωσφατασία).
Επιδημιολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή δεδομένα για τον επιπολασμό και τη συχνότητα εμφάνισης της υποφωσφατασίας. Ο επιπολασμός των σοβαρών μορφών της νόσου εκτιμάται σε 1 / 300.000 γεννήσεις στην Ευρώπη.
Κλινική περιγραφή
Έχουν περιγραφεί έξι διαφορετικές κλινικές μορφές HPP. Η προγεννητική καλοήθης μορφή υποφωσφατασίας περιλαμβάνει προγεννητικές σκελετικές εκδηλώσεις που σταδιακά υποχωρούν και η νόσος γίνεται ηπιότερη στην παιδική ή ενήλικη ζωή. Η περινεογνική θανατηφόρα υποφωσφατασία περιλαμβάνει σημαντική υπομετάλλωση των οστών και οδηγεί σε υπερασβεστιαιμία και αναπνευστική ανεπάρκεια. Η βρεφική μορφή υποφωσφατασίας χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ραχίτιδας μεταξύ της γέννησης και της ηλικίας των έξι μηνών. Η κλινική εικόνα της μορφής της νόσου με έναρξη στην παιδική ηλικία κυμαίνεται από χαμηλή οστική πυκνότητα με ανεξήγητα κατάγματα έως την εμφάνιση ραχίτιδας. Η ενήλικη μορφή της νόσου συνεπάγεται πρόωρη απώλεια τελικών οδόντων και κατάγματα χαμηλής βίας των κάτω άκρων κατά τη διάρκεια της μέσης ηλικίας.
Τέλος, η οδοντοϋποφωσφατασία περιλαμβάνει πρόωρη απώλεια νεογιλών δοντιών και / ή σοβαρή τερηδόνα. Σπάνιες περιπτώσεις βρεφών με υποφωσφατασία που έχουν φυσιολογική δράση αλκαλικής φωσφατάσης στον ορό θεωρούνται ότι πάσχουν από «ψευδοϋποφωσφατασία».
Αιτιολογία
Περισσότερες από 250 διαφορετικές μεταλλάξεις στο γονίδιο ALPL (1p36.12) ευθύνονται για την υποφωσφατασία. Το γονίδιο κωδικοποιεί το μη ιστο-ειδικό ισοένζυμο της αλκαλική φωσφατάσης (TNSALP) που εμπλέκεται στην επιμετάλλωση των οστών.
Διαγνωστικές μέθοδοι
Η διάγνωση βασίζεται σε εργαστηριακές εξετάσεις και μοριακούς γενετικούς ελέγχους του γονιδίου ALP για την ανίχνευση αιτιολογικών μεταλλάξεων. Η δραστηριότητα της αλκαλικής φωσφατάσης στον ορό είναι σημαντικά μειωμένη ενώ η φωσφοαιθανολαμίνη των ούρων (PEA) είναι αυξημένη αλλά οι διαταραχές αυτές δεν είναι παθογνωμονικές. Το υπερηχογράφημα είναι χρήσιμο για τη διάγνωση της προγεννητικής και περινεογνικής μορφής της νόσου. Η κλινική εξέταση και ο ακτινολογικός έλεγχος συμβάλλουν στη διάγνωση της βρεφικής, παιδικής και ενήλικης μορφής της νόσου.
Προγεννητική διάγνωση
Η προγεννητική διάγνωση γίνεται με γενετική ανάλυση σε κύτταρα χοριακών λαχνών για την αναζήτηση της μετάλλαξης.
Γενετική συμβουλευτική
Η περινεογνική και σοβαρή βρεφική μορφή HPP κληρονομούνται σύμφωνα με το αυτοσωματικό υπολειπόμενο πρότυπο κληρονομικότητας. Ο προγεννητικός καλοήθης τύπος της νόσου, η μέτριας βαρύτητας βρεφική μορφή της νόσου, η ενήλικη μορφή της νόσου και η οδοντοϋποφωσφατασία κληρονομούνται με τον αυτοσωματικό υπολειπόμενο ή κυρίαρχο τύπο, ανάλογα με την επίδραση της μετάλλαξης στην δραστικότητα του ενζύμου της αλκαλικής φωσφατάσης. Οι λιγότερο σοβαρές μορφές της νόσου είναι πιθανότερο να κληρονομούνται με τον επικρατούντα χαρακτήρα. Η ποικιλία στον τρόπο κληρονομικότητας εξηγεί εν μέρει την κλινική ετερογένεια. Στην αυτοσωματική υπολειπόμενη υποφωσφατασία, έχουν αναφερθεί σπάνιες de novo μεταλλάξεις. Στην αυτοσωματική κυρίαρχη υποφωσφατασία, οι πάσχοντες ασθενείς μπορεί να έχουν προσβεβλημένο γονέα αλλά η διείσδυση φαίνεται να είναι ατελής και δεν έχουν αναφερθεί μεταλλάξεις de novo.
Αντιμετώπιση και θεραπεία
Η υποστηρικτική συμπτωματική θεραπεία σε παιδικές και ενήλικες μορφές περιλαμβάνει μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (παιδιά), τεριπαρατίδη (ενήλικες) και ορθοπεδική παρέμβαση.
Η τακτική παρακολούθηση και η κατάλληλη υγιεινή και φροντίδα των δοντιών είναι απαραίτητες. Η θεραπεία αντικατάστασης ενζύμου έχει επίσης σημαντικό ρόλο. Τα διφωσφονικά γενικά αντενδείκνυται στην υποφωσφατασία.
Πρόγνωση
Η περινεογνική μορφή είναι σχεδόν πάντα θανατηφόρα μέσα σε ημέρες ή εβδομάδες. Αναπνευστικές επιπλοκές οδηγούν σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας στη βρεφική μορφή. Το προσδόκιμο ζωής δεν θεωρείται ότι επηρεάζεται στην ενήλικη μορφή της νόσου ή σε οδοντοϋποφωσφατασία.
Treatment of severe hypocalcaemia due to osteoblastic metastases in a patient with post-thyroidectomy hypoparathyroidism with 153Sm-EDTMP.Kassi E, Kapsali I, Kokkinos M, Gogas H.BMJ Case Rep. 2017 May 16;2017:bcr2017219354. doi: 10.1136/bcr-2017-219354 https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/28512123/
A novel mutation of the calcium-sensing receptor gene in a Greek family from Nisyros. Zapanti E, Polonifi A, Kokkinos M, Boutzios G, Kassi G, Nasiri Ansari N, Kassi E, Polyzos A. Hormones (Athens). 2015 Apr-Jun;14(2):321-5. doi: 10.14310/horm.2002.1586. PMID: 26158657. http://www.hormones.gr/8569/article/article.html
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Γραμματεία Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης
Διεύθυνση: Mιχαλακοπούλου 176, 11527, Γουδί, Αθήνα
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ
Manage consent
Privacy Overview
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may affect your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. These cookies ensure basic functionalities and security features of the website, anonymously.
Cookie
Duration
Description
cookielawinfo-checbox-analytics
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics".
cookielawinfo-checbox-functional
11 months
The cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional".
cookielawinfo-checbox-others
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other.
cookielawinfo-checkbox-necessary
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary".
cookielawinfo-checkbox-performance
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance".
viewed_cookie_policy
11 months
The cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data.
Functional cookies help to perform certain functionalities like sharing the content of the website on social media platforms, collect feedbacks, and other third-party features.
Performance cookies are used to understand and analyze the key performance indexes of the website which helps in delivering a better user experience for the visitors.
Analytical cookies are used to understand how visitors interact with the website. These cookies help provide information on metrics the number of visitors, bounce rate, traffic source, etc.
Advertisement cookies are used to provide visitors with relevant ads and marketing campaigns. These cookies track visitors across websites and collect information to provide customized ads.